ἀριφραδής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀριφραδής < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀριφραδής, -ής, -ές
- ολοφάνερος, ευδιάκριτος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 217 (217-220)
- εἰ δ᾽ ἄγε δὴ καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι δείξω, | ὄφρα μ᾽ ἐῢ γνῶτον πιστωθῆτόν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ, | οὐλήν, τήν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι | Παρνησόνδ᾽ ἐλθόντα σὺν υἱάσιν Αὐτολύκοιο.»
- Αλλά σκοπεύω τώρα να σας δείξω σημάδι απαραγνώριστο, | να με καλωσορίσετε κι ο νους σας να πιστέψει· | να η ουλή που κάποτε στιγμάτισε με το λευκό του δόντι ο κάπρος, | τότε που βρέθηκα ψηλά στον Παρνασσό, με του Αυτόλυκου τους γιους μαζί.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- εἰ δ᾽ ἄγε δὴ καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι δείξω, | ὄφρα μ᾽ ἐῢ γνῶτον πιστωθῆτόν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ, | οὐλήν, τήν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι | Παρνησόνδ᾽ ἐλθόντα σὺν υἱάσιν Αὐτολύκοιο.»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 217 (217-220)
- φωτεινός, λαμπερός
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Ἡρακλίσκος, στιχ. 39 (36-39)
- ἄνστα, μηδὲ πόδεσσι τεοῖς ὑπὸ σάνδαλα θείης.
οὐκ ἀίεις, παίδων ὁ νεώτερος ὅσσον ἀυτεῖ;
ἢ οὐ νοέεις ὅτι νυκτὸς ἀωρί που, οἱ δέ τε τοῖχοι
πάντες ἀριφραδέες καθαρᾶς ἅπερ ἠριγενείας;- σήκω όπως είσαι, μη ζητάς σάνδαλα να φορέσεις.
Σήκω και βιάσου· δεν ακούς πως κράζει ο Ιφικλής μας:
ή μη δε βλέπεις πως ενώ νύκτα βαθιά είν᾽ ακόμα
οι τοίχοι γύρω φέγγουνε σαν να ᾽χει ξημερώσει; - Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
- σήκω όπως είσαι, μη ζητάς σάνδαλα να φορέσεις.
- ἄνστα, μηδὲ πόδεσσι τεοῖς ὑπὸ σάνδαλα θείης.
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Ἡρακλίσκος, στιχ. 39 (36-39)
- συνετός, σοφός
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀριφραδέως
- → και δείτε τις λέξεις ἀρι- και φράζω
Πηγές
επεξεργασία- ἀριφραδής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀριφραδής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.