Δείτε επίσης: Ἀριφράδης, Αριφράδης, αριφραδής
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀριφραδής τὸ ἀριφραδές
      γενική τοῦ/τῆς ἀριφραδοῦς τοῦ ἀριφραδοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀριφραδεῖ τῷ ἀριφραδεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀριφραδ τὸ ἀριφραδές
     κλητική ! ἀριφραδές ἀριφραδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀριφραδεῖς τὰ ἀριφραδ
      γενική τῶν ἀριφραδῶν τῶν ἀριφραδῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀριφραδέσ(ν) τοῖς ἀριφραδέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀριφραδεῖς τὰ ἀριφραδ
     κλητική ! ἀριφραδεῖς ἀριφραδ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀριφραδεῖ τὼ ἀριφραδεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀριφραδοῖν τοῖν ἀριφραδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀριφραδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀριφραδής, -ής, -ές

  1. ολοφάνερος, ευδιάκριτος
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 21 (φ. Τόξου θέσις.), στίχ. 217 (217-220)
    εἰ δ᾽ ἄγε δὴ καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι δείξω, | ὄφρα μ᾽ ἐῢ γνῶτον πιστωθῆτόν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ, | οὐλήν, τήν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι | Παρνησόνδ᾽ ἐλθόντα σὺν υἱάσιν Αὐτολύκοιο.»
    Αλλά σκοπεύω τώρα να σας δείξω σημάδι απαραγνώριστο, | να με καλωσορίσετε κι ο νους σας να πιστέψει· | να η ουλή που κάποτε στιγμάτισε με το λευκό του δόντι ο κάπρος, | τότε που βρέθηκα ψηλά στον Παρνασσό, με του Αυτόλυκου τους γιους μαζί.»
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. φωτεινός, λαμπερός
    ※  3ος πκε αιώνας Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Ἡρακλίσκος, στιχ. 39 (36-39)
    ἄνστα, μηδὲ πόδεσσι τεοῖς ὑπὸ σάνδαλα θείης.
    οὐκ ἀίεις, παίδων ὁ νεώτερος ὅσσον ἀυτεῖ;
    ἢ οὐ νοέεις ὅτι νυκτὸς ἀωρί που, οἱ δέ τε τοῖχοι
    πάντες ἀριφραδέες καθαρᾶς ἅπερ ἠριγενείας;
    σήκω όπως είσαι, μη ζητάς σάνδαλα να φορέσεις.
    Σήκω και βιάσου· δεν ακούς πως κράζει ο Ιφικλής μας:
    ή μη δε βλέπεις πως ενώ νύκτα βαθιά είν᾽ ακόμα
    οι τοίχοι γύρω φέγγουνε σαν να ᾽χει ξημερώσει;
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
  3. συνετός, σοφός

Συγγενικά

επεξεργασία