παραφραστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραφραστής < ελληνιστική κοινή παραφραστής < παραφράζω < παρα- + αρχαία ελληνική φράζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραφραστής αρσενικό (θηλυκό παραφράστρια)
- αυτός που παραφράζει
- (κατ’ επέκταση) μεταγλωττιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραφραστής
|