Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαρδομάνικος η φαρδομάνικη το φαρδομάνικο
      γενική του φαρδομάνικου της φαρδομάνικης του φαρδομάνικου
    αιτιατική τον φαρδομάνικο τη φαρδομάνικη το φαρδομάνικο
     κλητική φαρδομάνικε φαρδομάνικη φαρδομάνικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαρδομάνικοι οι φαρδομάνικες τα φαρδομάνικα
      γενική των φαρδομάνικων των φαρδομάνικων των φαρδομάνικων
    αιτιατική τους φαρδομάνικους τις φαρδομάνικες τα φαρδομάνικα
     κλητική φαρδομάνικοι φαρδομάνικες φαρδομάνικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαρδομάνικος < φαρδύς + μανίκι

  Επίθετο επεξεργασία

φαρδομάνικος, -η, -ο

  1. που έχει φαρδύ μανίκι
    φαρδομάνικος μανδύας, φαρδομάνικη πουκαμίσα, φαρδομάνικο παλτό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία