Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φαρδομάνικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φαρδομάνικ
ος
η
φαρδομάνικ
η
το
φαρδομάνικ
ο
γενική
του
φαρδομάνικ
ου
της
φαρδομάνικ
ης
του
φαρδομάνικ
ου
αιτιατική
τον
φαρδομάνικ
ο
τη
φαρδομάνικ
η
το
φαρδομάνικ
ο
κλητική
φαρδομάνικ
ε
φαρδομάνικ
η
φαρδομάνικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φαρδομάνικ
οι
οι
φαρδομάνικ
ες
τα
φαρδομάνικ
α
γενική
των
φαρδομάνικ
ων
των
φαρδομάνικ
ων
των
φαρδομάνικ
ων
αιτιατική
τους
φαρδομάνικ
ους
τις
φαρδομάνικ
ες
τα
φαρδομάνικ
α
κλητική
φαρδομάνικ
οι
φαρδομάνικ
ες
φαρδομάνικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φαρδομάνικος
<
φαρδύς
+
μανίκι
Επίθετο
επεξεργασία
φαρδομάνικος, -η, -ο
που έχει
φαρδύ
μανίκι
φαρδομάνικος
μανδύας,
φαρδομάνικη
πουκαμίσα,
φαρδομάνικο
παλτό
Συγγενικά
επεξεργασία
φαρδομάνικο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φαρδομάνικος