gigantic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | gigantic |
συγκριτικός | more gigantic |
υπερθετικός | most gigantic |
Επίθετο
επεξεργασίαgigantic (en)
- γιγαντιαίος, τεράστιος, πελώριος, πολύ μεγάλος
- ⮡ a gigantic building - γιγαντιαίο κτίριο
Συνώνυμα
επεξεργασία- colossal
- enormous
- gargantuan
- giant
- huge
- immense
- massive
- monumental
- stupendous
- tremendous
- whopping
- → και δείτε τη λέξη large