whopping
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwhopping (en) (χωρίς παραθετικά, ανεπίσημο, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- τεράστιος, πολύ μεγάλος
Δείτε επίσης : whipping, hopping |
whopping (en) (χωρίς παραθετικά, ανεπίσημο, μόνο πριν από το ουσιαστικό)