monumental
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαmonumental (en)
- μνημειώδης
- τεραστίων διαστάσεων
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mɔ.ny.mɑ̃.tal/
Επίθετο
επεξεργασίαmonumental (fr) αρσενικό
monumental (en)
monumental (fr) αρσενικό