monument
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
monument (en)
- το μνημείο
επιλογή κατάλληλων προθέσεωνΕπεξεργασία
- monument to: μνημείο προς τιμήν του/που αφορά τον
- monument to art
- monument to the unknown soldier (όμως tomb of the unknown soldier)
- monument of: μνημείο κατασκευασμένο από το συγκεκριμένο υλικό
- monument of marble
- monument of stone
- monument of wood
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monument | monuments |
monument (fr) αρσενικό
- το μνημείο