Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μνημειώδης η μνημειώδης το μνημειώδες
      γενική του μνημειώδους της μνημειώδους του μνημειώδους
    αιτιατική τον μνημειώδη τη μνημειώδη το μνημειώδες
     κλητική μνημειώδη(ς) μνημειώδης μνημειώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μνημειώδεις οι μνημειώδεις τα μνημειώδη
      γενική των μνημειωδών των μνημειωδών των μνημειωδών
    αιτιατική τους μνημειώδεις τις μνημειώδεις τα μνημειώδη
     κλητική μνημειώδεις μνημειώδεις μνημειώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνημειώδης < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική monumental
Η λέξη μαρτυρείται από το 1889

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mni.miˈo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
ΔΦΑ : /mni.miˈo.ðes/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

μνημειώδης, -ης, -ες

  1. που έχει τις επιβλητικές διαστάσεις ενός μνημείου
     συνώνυμα: κολοσσιαίος, μεγαλειώδης
  2. που ξεχωρίζει, που προκαλεί εντύπωση
     συνώνυμα: επικός, κολοσσιαίος
  3. που θεωρείται εξαιρετικός στο είδος του, που ξεπερνά το μέσο όρο
  4. που αξίζει να μνημονευτεί, που έχει μεγάλη ιστορική αξία
  5. μνημειακός· που μνημονεύει κάτι

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία