μνημειώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μνημειώδης < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική monumental
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1889
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mni.miˈo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /mni.miˈo.ðes/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαμνημειώδης, -ης, -ες
- που έχει τις επιβλητικές διαστάσεις ενός μνημείου
- που ξεχωρίζει, που προκαλεί εντύπωση
- που θεωρείται εξαιρετικός στο είδος του, που ξεπερνά το μέσο όρο
- που αξίζει να μνημονευτεί, που έχει μεγάλη ιστορική αξία
- μνημειακός· που μνημονεύει κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μνημειώδης