μεγαλειώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ðis/ αρσενικό ή θηλυκό
- ΔΦΑ : /me.ɣa.liˈo.ðes/ ουδέτερο
Επίθετο
επεξεργασίαμεγαλειώδης , -ης , -ες
- που έχει και χαρακτηρίζεται από μεγαλείο, που εντυπωσιάζει