μεγαλειώδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
μεγαλειώδης , -ης , -ες
- που έχει και χαρακτηρίζεται από μεγαλείο, που εντυπωσιάζει