μνημειακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μνημειακός < μνημείο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική monumental)
Επίθετο
επεξεργασίαμνημειακός
- που μνημονεύει κάτι, που αποτελεί τοπόσημο μνήμης κάτι αξιόλογου, που φτιάχτηκε για να θυμίζει ή/και να τιμά κάτι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μνημειακός