Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μνημειακός η μνημειακή το μνημειακό
      γενική του μνημειακού της μνημειακής του μνημειακού
    αιτιατική τον μνημειακό τη μνημειακή το μνημειακό
     κλητική μνημειακέ μνημειακή μνημειακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μνημειακοί οι μνημειακές τα μνημειακά
      γενική των μνημειακών των μνημειακών των μνημειακών
    αιτιατική τους μνημειακούς τις μνημειακές τα μνημειακά
     κλητική μνημειακοί μνημειακές μνημειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μνημειακός < μνημείο + -ακός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική monumental)

  Επίθετο επεξεργασία

μνημειακός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία