μνημειακότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μνημειακότητα < μνημειακός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμνημειακότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του μνημειακού
- ※ Το διάσπαρτο αρχαίο υλικό καταγράφηκε, ώστε να αξιοποιηθεί στις εργασίες αναστήλωσης, ενώ μεταξύ των στόχων της μελέτης είναι να γίνει κατανοητή η κάτοψη του μνημείου, να γίνει προβολή των ανδήρων, της θεατρικότητας και της μνημειακότητας του ανακτόρου και να επισημανθεί διακριτικά η τρίτη διάσταση, η οποία θα αποδοθεί με την αποκατάσταση τεσσάρων κιόνων στο περιστύλιο της αυλής του Κτιρίου Ι και τριών ακόμα στη στοά του Προπύλου. (*)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μνημειακότητα
|