Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

χυδαίων

  1. (αρσενικό) γενική πληθυντικού του χυδαίος
  2. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του χυδαία
  3. (ουδέτερο) γενική πληθυντικού του χυδαίο