χυδαϊστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.ða.iˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐δα‐ι‐στής
Ουσιαστικό επεξεργασία
χυδαϊστής αρσενικό
- (σπάνιο) αυτός που χυδαΐζει
- (παρωχημένο) (μεταφορικά) που χρησιμοποιεί προκλητικό ή ακραίο λεξιλόγιο της δημοτικής
Μεταφράσεις επεξεργασία
χυδαϊστής
|