χυδαϊσμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχυδαϊσμός αρσενικό
- (μειωτικό, ιστορία, γλώσσα) η χρήση της δημοτικής (κατά τους οπαδούς της καθαρεύουσας)
- ≈ συνώνυμα: μαλλιαρισμός
- ※ Σε νομοσχέδιο περί διδακτικών βιβλίων που κατατέθηκε στη Βουλή, ζητήθηκε με τροπολογία να προστεθεί παράγραφος η οποία να ορίζει ότι τα διδακτικά βιβλία συντάσσονται υποχρεωτικά "εν γλώσση απλή και καθαρευούση ίνα μη εισβάλη ο χυδαϊσμός εις το Σχολείον".
- Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, «Το Γλωσσικό ζήτημα», άρθρο στο ένθετο Επτά Ημέρες της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 17 Οκτωβρίου 1999, σ.20
- (παρωχημένο) η ιδιότητα μιας λέξης ή διατύπωσης που χρησιμοποιείται από τους «χυδαίους», τους απλούς ανθρώπους του λαού
- ※ Ο χυδαϊσμός της λέξεως δεν είναι νέος· από την εβδόμην ήδη εκατονταετηρίδα έλεγαν Παγίδες αντί του Πλαγίδες
- Αδαμαντιος Κοραής, Άτακτα, Τόμος Δ', Αλφάβητον Δεύτερον, Παρίσι 1832, σ.379 στο λήμμα παγίδες [μεταγραφή σε μονοτονικό]
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις χυδαΐζω και χυδαίος
Μεταφράσεις
επεξεργασία χυδαϊσμός
|
Πηγές
επεξεργασία- χυδαϊσμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .