Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαλλιαρισμός οι μαλλιαρισμοί
      γενική του μαλλιαρισμού των μαλλιαρισμών
    αιτιατική τον μαλλιαρισμό τους μαλλιαρισμούς
     κλητική μαλλιαρισμέ μαλλιαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαλλιαρισμός < μαλλιαρή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μαλλιαρισμός αρσενικό

  1. (μειωτικό) έτσι χαρακτήριζε το κατεστημένο της καθαρεύουσας στα πρώτα 60 χρόνια του 20ου αιώνα το δημοτικισμό στον προφορικό και γραπτό λόγο. Σταδιακά (καθώς η δημοτική κέρδιζε έδαφος) ο χαρακτηρισμός περιορίστηκε σε αυτό που η εξουσία θεωρούσε "ακραία δημοτική" έως ότου η λέξη "έσβησε" και σχεδόν εξαφανίστηκε.
  2. ακραίος δημοτικισμός [1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία