μαλλιαρισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαλλιαρισμός < μαλλιαρή
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαλλιαρισμός αρσενικό
- (μειωτικό) έτσι χαρακτήριζε το κατεστημένο της καθαρεύουσας στα πρώτα 60 χρόνια του 20ου αιώνα το δημοτικισμό στον προφορικό και γραπτό λόγο. Σταδιακά (καθώς η δημοτική κέρδιζε έδαφος) ο χαρακτηρισμός περιορίστηκε σε αυτό που η εξουσία θεωρούσε "ακραία δημοτική" έως ότου η λέξη "έσβησε" και σχεδόν εξαφανίστηκε.
- ακραίος δημοτικισμός [1]
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαλλιαρισμός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μαλλιαρισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας