χυδαιολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χυδαιολογώ < χυδαιολόγ(ος) + -ώ (-λογώ)
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.ðe.o.loˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χυ‐δαι‐ο‐λο‐γώ
Ρήμα
επεξεργασία
χυδαιολογώ , πρτ.: χυδαιολογούσα, στ.μέλλ.: θα χυδαιολογήσω, αόρ.: χυδαιολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη χυδαίος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χυδαιολογώ | χυδαιολογούσα | θα χυδαιολογώ | να χυδαιολογώ | χυδαιολογώντας | |
β' ενικ. | χυδαιολογείς | χυδαιολογούσες | θα χυδαιολογείς | να χυδαιολογείς | (χυδαιολόγει) | |
γ' ενικ. | χυδαιολογεί | χυδαιολογούσε | θα χυδαιολογεί | να χυδαιολογεί | ||
α' πληθ. | χυδαιολογούμε | χυδαιολογούσαμε | θα χυδαιολογούμε | να χυδαιολογούμε | ||
β' πληθ. | χυδαιολογείτε | χυδαιολογούσατε | θα χυδαιολογείτε | να χυδαιολογείτε | χυδαιολογείτε | |
γ' πληθ. | χυδαιολογούν(ε) | χυδαιολογούσαν(ε) | θα χυδαιολογούν(ε) | να χυδαιολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χυδαιολόγησα | θα χυδαιολογήσω | να χυδαιολογήσω | χυδαιολογήσει | ||
β' ενικ. | χυδαιολόγησες | θα χυδαιολογήσεις | να χυδαιολογήσεις | χυδαιολόγησε | ||
γ' ενικ. | χυδαιολόγησε | θα χυδαιολογήσει | να χυδαιολογήσει | |||
α' πληθ. | χυδαιολογήσαμε | θα χυδαιολογήσουμε | να χυδαιολογήσουμε | |||
β' πληθ. | χυδαιολογήσατε | θα χυδαιολογήσετε | να χυδαιολογήσετε | χυδαιολογήστε | ||
γ' πληθ. | χυδαιολόγησαν χυδαιολογήσαν(ε) |
θα χυδαιολογήσουν(ε) | να χυδαιολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χυδαιολογήσει | είχα χυδαιολογήσει | θα έχω χυδαιολογήσει | να έχω χυδαιολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χυδαιολογήσει | είχες χυδαιολογήσει | θα έχεις χυδαιολογήσει | να έχεις χυδαιολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χυδαιολογήσει | είχε χυδαιολογήσει | θα έχει χυδαιολογήσει | να έχει χυδαιολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χυδαιολογήσει | είχαμε χυδαιολογήσει | θα έχουμε χυδαιολογήσει | να έχουμε χυδαιολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χυδαιολογήσει | είχατε χυδαιολογήσει | θα έχετε χυδαιολογήσει | να έχετε χυδαιολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χυδαιολογήσει | είχαν χυδαιολογήσει | θα έχουν χυδαιολογήσει | να έχουν χυδαιολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χυδαιολογώ
|