Ετυμολογία

επεξεργασία
χυδαιολογώ < χυδαιολόγ(ος) + (-λογώ)
ΔΦΑ : /çi.ðe.o.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χυδαιολογώ

χυδαιολογώ , πρτ.: χυδαιολογούσα, στ.μέλλ.: θα χυδαιολογήσω, αόρ.: χυδαιολόγησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη χυδαίος

Μεταφράσεις

επεξεργασία