αποκτηνωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποκτηνωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποκτηνώνω
Μετοχή
επεξεργασία
αποκτηνωμένος, -η, -ο
- που έχει αποκτηνωθεί, που έχει χάσει τις πνευματικές, ηθικές ή ψυχικές του ικανότητες