hébété
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hébété | hébétés |
θηλυκό | hébétée | hébétées |
Επίθετο επεξεργασία
hébété (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη hébéter
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | hébété | hébétés |
θηλυκό | hébétée | hébétées |
hébété (fr)