abruti
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abruti | abrutis |
θηλυκό | abrutie | abruties |
abruti (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | abruti | abrutis |
θηλυκό | abrutie | abruties |
abruti (fr)