Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαστημάνθρωπος οι διαστημάνθρωποι
      γενική του διαστημανθρώπου
διαστημάνθρωπου
των διαστημανθρώπων
    αιτιατική τον διαστημάνθρωπο τους διαστημανθρώπους
     κλητική διαστημάνθρωπε διαστημάνθρωποι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαστημάνθρωπος < διάστημ(α) + άνθρωπος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική spaceman

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði̯a.stiˈman.θɾo.pos/ & /ðʝa.stiˈman.θɾo.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐στη‐μάν‐θρω‐πος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαστημάνθρωπος αρσενικό

  1. αστροναύτης
  2. φανταστικό πλάσμα από το διάστημα ή άλλο πλανήτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία