astronauta
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική (mianownik) | astronauta | astronauci |
γενική (dopełniacz) | astronauty | astronautów |
δοτική (celownik) | astronaucie | astronautom |
αιτιατική (biernik) | astronautę | astronautów |
οργανική (narzędnik) | astronautą | astronautami |
τοπική (miejscownik) | astronaucie | astronautach |
κλητική (wołacz) | astronauto | astronauci |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαastronauta (pl) αρσενικό