πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική (mianownik) astronauta astronauci
γενική (dopełniacz) astronauty astronautów
δοτική (celownik) astronaucie astronautom
αιτιατική (biernik) astronau astronautów
οργανική (narzędnik) astronau astronautami
τοπική (miejscownik) astronaucie astronautach
κλητική (wołacz) astronauto astronauci

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

astronauta (pl) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία