ανθρωποφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθρωποφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropophobie < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + φόβος. Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπο- + -φοβία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανθρωποφοβία θηλυκό
- (ιατρική) ψυχοπαθολογική φοβία και άγχος για τους ανθρώπους και γενικότερα τις κοινωνικές συναναστροφές και σχέσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- ανθρωπόφοβος
- → δείτε τις λέξεις άνθρωπος και φόβος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθρωποφοβία