Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Να γίνει έλεγχος όλων των ορισμών: ότι προέρχονται από πηγή. --sarri.greek (συζήτηση) 09:00, 20 Ιουνίου 2019 (UTC).


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπάνθρωπος οι υπάνθρωποι
      γενική του υπανθρώπου
υπάνθρωπου
των υπανθρώπων
    αιτιατική τον υπάνθρωπο τους υπανθρώπους
     κλητική υπάνθρωπε υπάνθρωποι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπάνθρωπος < υπ- (υπο-) + άνθρωπος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈpan.θɾo.pos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

υπάνθρωπος αρσενικό

  1. (μειωτικό), ο διανοητικά, φυσιολογικά-σωματικά ή γενετικά κατώτερος από άνθρωπος
    1. ο χαζός, καθυστερημένος
    2. ο μη άριος
    3. (αδόκιμος επιστημονικός ρατσισμός) όλα τα Ανθρωπoειδή (Υπεροικογένεια της συστηματικής ταξινόμησης) πλην του ανθρώπου (Homo sapiens sapiens)
  2. (μεταφορικά) ο άξεστος, ο απολίτιστος, άσχημος, επικίνδυνος κι αντικοινωνικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία