προάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προάνθρωπος < προ- + άνθρωπος (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Vormensch[1] [2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροάνθρωπος αρσενικό
- (ανθρωπολογία) είδος πρόδρομο του ανθρώπου, ως ενδιάμεσος κρίκος μεταξύ ανθρώπου και ανθρωποειδών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ προάνθρωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ προάνθρωπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)