αρχάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρχάνθρωπος | οι | αρχάνθρωποι |
γενική | του | αρχάνθρωπου & αρχανθρώπου |
των | αρχάνθρωπων & αρχανθρώπων |
αιτιατική | τον | αρχάνθρωπο | τους | αρχάνθρωπους & αρχανθρώπους |
κλητική | αρχάνθρωπε | αρχάνθρωποι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχάνθρωπος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχάνθρωπος αρσενικό
- ο πρώτος άνθρωπος που εμφανίστηκε στη Γη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχάνθρωπος