↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωποφάγος η ανθρωποφάγος
ανθρωποφάγα
το ανθρωποφάγο
      γενική του ανθρωποφάγου της ανθρωποφάγου
ανθρωποφάγας
του ανθρωποφάγου
    αιτιατική τον ανθρωποφάγο την ανθρωποφάγο
ανθρωποφάγα
το ανθρωποφάγο
     κλητική ανθρωποφάγε ανθρωποφάγε
ανθρωποφάγα
ανθρωποφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωποφάγοι οι ανθρωποφάγοι
ανθρωποφάγες
τα ανθρωποφάγα
      γενική των ανθρωποφάγων των ανθρωποφάγων των ανθρωποφάγων
    αιτιατική τους ανθρωποφάγους τις ανθρωποφάγους
ανθρωποφάγες
τα ανθρωποφάγα
     κλητική ανθρωποφάγοι ανθρωποφάγοι
ανθρωποφάγες
ανθρωποφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθρωποφάγος < αρχαία ελληνική ἀνθρωποφάγος < ἄνθρωπος + φαγεῖν. Μορφολογικά αναλύεται σε ανθρωπο- + -φάγος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανθρωποφάγος -ος, -ο και -ος, -α, -ο

  1. που τρώει ανθρώπινες σάρκες (λέγεται ιδιαίτερα για ανθρώπους)
    ανθρωποφάγος φυλή
  2. (μεταφορικά) απάνθρωπος, ωμός

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία