↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κανίβαλος οι κανίβαλοι
      γενική της κανιβάλου των κανιβάλων
    αιτιατική την κανίβαλο τις κανιβάλους
     κλητική κανίβαλε κανίβαλοι
Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανίβαλος οι κανίβαλοι
      γενική του κανίβαλου των κανίβαλων
    αιτιατική τον κανίβαλο τους κανίβαλους
     κλητική κανίβαλε κανίβαλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανίβαλος < ισπανική caníbal,[1] που χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Κολόμβο για φυλή ανθρωποφάγων της Καραϊβικής < στη γλώσσα τους σήμαινε «γενναίος»[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈni.va.los/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κανίβαλος αρσενικό ή θηλυκό[3]

  1. αυτός που επιδίδεται σε κανιβαλισμό
     συνώνυμα: ανθρωποφάγος
  2. (συνεκδοχικά) το ζώο που τρέφεται από ζώα του είδους του
  3. (κυριολεκτικά, μεταφορικά) που ενισχύεται καταστρέφοντας ή απορροφώντας άτομα του είδους τους
    • Ο γαλαξίας μας ήταν τρομερός κανίβαλος. «Καταβρόχθισε» έντεκα γαλαξίες. in.gr[1]
  4. (μεταφορικά) ο άνθρωπος που φέρεται με σκληρότητα και θηριώδη τρόπο
     συνώνυμα: απολίτιστος, πρωτόγονος

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. κανίβαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)