κανίβαλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- κανίβαλος < ισπανική caníbal,[1] που χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Κολόμβο για φυλή ανθρωποφάγων της Καραϊβικής < στη γλώσσα τους σήμαινε «γενναίος»[2]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kaˈni.va.los/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κανίβαλος αρσενικό ή θηλυκό[3]
- αυτός που επιδίδεται σε κανιβαλισμό
- (συνεκδοχικά) το ζώο που τρέφεται από ζώα του είδους του
- (κυριολεκτικά, μεταφορικά) που ενισχύεται καταστρέφοντας ή απορροφώντας άτομα του είδους τους
- (μεταφορικά) ο άνθρωπος που φέρεται με σκληρότητα και θηριώδη τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ κανίβαλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)