↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κανιβαλισμός οι κανιβαλισμοί
      γενική του κανιβαλισμού των κανιβαλισμών
    αιτιατική τον κανιβαλισμό τους κανιβαλισμούς
     κλητική κανιβαλισμέ κανιβαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κανιβαλισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική cannibalism
Η λέξη μαρτυρείται από το 1883

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ni.va.liˈzmos/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Η σχεδία της Μέδουσας, του Theodore Gericault, μια περίπτωση κανιβαλισμού που απαθανατίστηκε στην Τέχνη

κανιβαλισμός αρσενικό

  1. η ανθρωποφαγία, μια τελετουργία διαδεδομένη στις πρωτόγονες φυλές, με σκοπό να αποκτηθούν οι ιδιότητες του νεκρού, να αποκτηθούν μαγικές δυνάμεις και να διατηρηθεί η ενότητα, όταν ο νεκρός ανήκε στην ίδια φυλή, αλλά και να υπάρξει εκδίκηση και οικειοποίηση ξένων ιδιοτήτων, όταν ο νεκρός ανήκε σε ξένη φυλή
  2. (βιολογία) η επίθεση ενός ζώου σε άτομα του είδους του, όταν, στη συνέχεια, τα κατατρώει
  3. (μεταφορικά) η συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από αγριότητα, απανθρωπιά κι έλλειψη σεβασμού προς τον άνθρωπο
  4. διάλυση συσκευών
    κανιβαλισμός μεταχειρισμένων αυτοκινήτων

  Μεταφράσεις

επεξεργασία