Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cannibale cannibales

cannibale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κανίβαλος

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cannibale cannibales

cannibale (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. κανιβαλικός