Ετυμολογία

επεξεργασία
anthropophage < λατινική anthropophagus < αρχαία ελληνική ἀνθρωποφάγος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃tʁɔpɔfaʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
anthropophage anthropophages

anthropophage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία