ανθρωποφάγους
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανθρωποφάγους αρσενικό
- (αρσενικό ή θηλυκό) αιτιατική πληθυντικού του ανθρωποφάγος
- εναλλκατικός τύπος θηλυκού: ανθρωποφάγες
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαανθρωποφάγους αρσενικό ή θηλυκό