χοντράνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /xonˈdɾan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντράν‐θρω‐πος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
χοντράνθρωπος αρσενικό
- (μειωτικό) με άξεστη συμπεριφορά, με χοντροκομμένους τρόπους
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
χοντράνθρωπος
|