πολυάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυάνθρωπος < αρχαία ελληνική πολυάνθρωπος[1] [2] [3] < πολύς + ἄνθρωπος
Επίθετο
επεξεργασίαπολυάνθρωπος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- πολυανθρωπία
- → δείτε τις λέξεις πολύς και άνθρωπος
Μεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ πολυάνθρωπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πολυάνθρωπος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ πολυάνθρωπος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.