πολυανθρωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πολυανθρωπία < αρχαία ελληνική πολυανθρωπία[1] [2] < πολυάνθρωπος < πολύς + ἄνθρωπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπολυανθρωπία θηλυκό
- (λόγιο) η συγκέντρωση πολλών ανθρώπων σ’ ένα μέρος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολυανθρωπία
|
- ↑ πολυανθρωπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πολυανθρωπία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.