ολιγανθρωπία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγανθρωπία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀλιγανθρωπία < ὀλιγάνθρωπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολιγανθρωπία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολιγανθρωπία