Δείτε επίσης: ἀνθρωποθυσία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποθυσία οι ανθρωποθυσίες
      γενική της ανθρωποθυσίας των ανθρωποθυσιών
    αιτιατική την ανθρωποθυσία τις ανθρωποθυσίες
     κλητική ανθρωποθυσία ανθρωποθυσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρωποθυσία < (ελληνιστική κοινήἀνθρωποθυσία < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθρωποθυσία θηλυκό

  1. θυσία (ή γενικότερα θανάτωση) ανθρώπων και προσφορά τους σε κάποια ανώτερη δύναμη
  2. (κατ’ επέκταση) εξόντωση μεγάλου αριθμού στρατιωτών στη μάχη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία