ανθρωποθυσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανθρωποθυσία < (ελληνιστική κοινή) ἀνθρωποθυσία < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + θυσία / ανθρωπο- + θυσία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθρωποθυσία θηλυκό
- θυσία (ή γενικότερα θανάτωση) ανθρώπων και προσφορά τους σε κάποια ανώτερη δύναμη
- (κατ’ επέκταση) εξόντωση μεγάλου αριθμού στρατιωτών στη μάχη