ακτινοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ακτινοφόρος < ακτίν(α) + -ο- + -φόρος < φέρω, αρχαία ελληνική ἀκτινοφόρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ακτινοφόρος αρσενικό
- (ζωολογία): είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου
Επίθετο
επεξεργασία
ακτινοφόρος, -ος ή -α, -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακτινοφόρος
|