Δείτε επίσης: Πενταδάκτυλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πενταδάκτυλος η πενταδάκτυλη το πενταδάκτυλο
      γενική του πενταδάκτυλου της πενταδάκτυλης του πενταδάκτυλου
    αιτιατική τον πενταδάκτυλο την πενταδάκτυλη το πενταδάκτυλο
     κλητική πενταδάκτυλε πενταδάκτυλη πενταδάκτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πενταδάκτυλοι οι πενταδάκτυλες τα πενταδάκτυλα
      γενική των πενταδάκτυλων των πενταδάκτυλων των πενταδάκτυλων
    αιτιατική τους πενταδάκτυλους τις πενταδάκτυλες τα πενταδάκτυλα
     κλητική πενταδάκτυλοι πενταδάκτυλες πενταδάκτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πενταδάκτυλος < αρχαία ελληνική < πέντε + δάκτυλον

  Επίθετο επεξεργασία

πενταδάκτυλος, -η, -ο

και πενταδάχτυλος
  1. που έχει πέντε δάχτυλα
  2. που έχει μήκος πέντε δακτύλων

  Μεταφράσεις επεξεργασία