πενταδάχτυλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πενταδάχτυλος < αρχαία ελληνική < πέντε + δάκτυλον
Επίθετο επεξεργασία
πενταδάχτυλος, -η, -ο
- και πενταδάκτυλος
- που έχει πέντε δάχτυλα
- που έχει μήκος πέντε δακτύλων
πενταδάχτυλος, -η, -ο