δαχτυλιδένιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δαχτυλιδένιος | η | δαχτυλιδένια | το | δαχτυλιδένιο |
γενική | του | δαχτυλιδένιου | της | δαχτυλιδένιας | του | δαχτυλιδένιου |
αιτιατική | τον | δαχτυλιδένιο | τη | δαχτυλιδένια | το | δαχτυλιδένιο |
κλητική | δαχτυλιδένιε | δαχτυλιδένια | δαχτυλιδένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δαχτυλιδένιοι | οι | δαχτυλιδένιες | τα | δαχτυλιδένια |
γενική | των | δαχτυλιδένιων | των | δαχτυλιδένιων | των | δαχτυλιδένιων |
αιτιατική | τους | δαχτυλιδένιους | τις | δαχτυλιδένιες | τα | δαχτυλιδένια |
κλητική | δαχτυλιδένιοι | δαχτυλιδένιες | δαχτυλιδένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δαχτυλιδένιος < δαχτυλίδ(ι) + -ένιος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ða.xti.liˈðe.ɲos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /ða.xti.liˈðe.ɲa/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /ða.xti.liˈðe.ɲo/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
δαχτυλιδένιος -α -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαχτυλιδένιος
|