↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δρεπανηφόρος η δρεπανηφόρα το δρεπανηφόρο
      γενική του δρεπανηφόρου της δρεπανηφόρας του δρεπανηφόρου
    αιτιατική τον δρεπανηφόρο τη δρεπανηφόρα το δρεπανηφόρο
     κλητική δρεπανηφόρε δρεπανηφόρα δρεπανηφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δρεπανηφόροι οι δρεπανηφόρες τα δρεπανηφόρα
      γενική των δρεπανηφόρων των δρεπανηφόρων των δρεπανηφόρων
    αιτιατική τους δρεπανηφόρους τις δρεπανηφόρες τα δρεπανηφόρα
     κλητική δρεπανηφόροι δρεπανηφόρες δρεπανηφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δρεπανηφόρος < δρέπαν(ο) + -ο- + -φόρος (< φέρω)

  Επίθετο

επεξεργασία

δρεπανηφόρος, -ος ή -α, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία