Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δρεπανηφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δρεπανηφόρ
ος
η
δρεπανηφόρ
α
το
δρεπανηφόρ
ο
γενική
του
δρεπανηφόρ
ου
της
δρεπανηφόρ
ας
του
δρεπανηφόρ
ου
αιτιατική
τον
δρεπανηφόρ
ο
τη
δρεπανηφόρ
α
το
δρεπανηφόρ
ο
κλητική
δρεπανηφόρ
ε
δρεπανηφόρ
α
δρεπανηφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δρεπανηφόρ
οι
οι
δρεπανηφόρ
ες
τα
δρεπανηφόρ
α
γενική
των
δρεπανηφόρ
ων
των
δρεπανηφόρ
ων
των
δρεπανηφόρ
ων
αιτιατική
τους
δρεπανηφόρ
ους
τις
δρεπανηφόρ
ες
τα
δρεπανηφόρ
α
κλητική
δρεπανηφόρ
οι
δρεπανηφόρ
ες
δρεπανηφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δρεπανηφόρος
<
δρέπαν(ο)
+
-ο-
+
-φόρος
(<
φέρω
)
Επίθετο
επεξεργασία
δρεπανηφόρος, -ος ή -α, -ο
αυτός που φέρει
δρεπάνι
ή
δρεπάνια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δρεπανηφόρος