αποδιοπομπαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδιοπομπαίος < νεότερος (από το 1880) λόγιος σχηματισμός από την ελληνιστική λέξη ἀποπομπαῖος με επίδραση του αρχαίου ρήματος ἀποδιοπομπέομαι [1]
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααποδιοπομπαίος, -α, -ο
- που εκδιώκεται από κάπου με ταπεινωτικό τρόπο
Εκφράσεις
επεξεργασία- αποδιοπομπαίος τράγος: αυτός στον οποίον ρίχνουμε την ευθύνη, το εξιλαστήριο θύμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδιοπομπαίος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Γ. Μπαμπινιώτης, Λεξικό τής Νέας Ελληνικής Γλώσσας, στο λήμμα αποδιοπομπαίος