εδαφιαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εδαφιαίος < μεσαιωνική ελληνική εδαφιαίος < αρχαία ελληνική ἔδαφος
Επίθετο επεξεργασία
εδαφιαίος, -α, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εδαφιαίος
|
εδαφιαίος, -α, -ο
|