εδαφιαίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
εδαφιαίο
- εδαφιαίος, στην αιτιατική του ενικού
εδαφιαίο, ουδέτερο του εδαφιαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
εδαφιαίο
εδαφιαίο, ουδέτερο του εδαφιαίος