βαμβακένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαμβακένιος | η | βαμβακένια | το | βαμβακένιο |
γενική | του | βαμβακένιου | της | βαμβακένιας | του | βαμβακένιου |
αιτιατική | τον | βαμβακένιο | τη | βαμβακένια | το | βαμβακένιο |
κλητική | βαμβακένιε | βαμβακένια | βαμβακένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαμβακένιοι | οι | βαμβακένιες | τα | βαμβακένια |
γενική | των | βαμβακένιων | των | βαμβακένιων | των | βαμβακένιων |
αιτιατική | τους | βαμβακένιους | τις | βαμβακένιες | τα | βαμβακένια |
κλητική | βαμβακένιοι | βαμβακένιες | βαμβακένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaɱ.vaˈce.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαμ‐μα‐κέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίαβαμβακένιος, -α, -ο
- (προφορικό) άλλη μορφή του βαμβακερός (που έχει κατασκευαστεί από βαμβάκι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βαμβάκι
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαμβακένιος
|
Πηγές
επεξεργασία- βαμβακένιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας