Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βομβιδοφόρος η βομβιδοφόρα το βομβιδοφόρο
      γενική του βομβιδοφόρου της βομβιδοφόρας του βομβιδοφόρου
    αιτιατική τον βομβιδοφόρο τη βομβιδοφόρα το βομβιδοφόρο
     κλητική βομβιδοφόρε βομβιδοφόρα βομβιδοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βομβιδοφόροι οι βομβιδοφόρες τα βομβιδοφόρα
      γενική των βομβιδοφόρων των βομβιδοφόρων των βομβιδοφόρων
    αιτιατική τους βομβιδοφόρους τις βομβιδοφόρες τα βομβιδοφόρα
     κλητική βομβιδοφόροι βομβιδοφόρες βομβιδοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βομβιδοφόρος < βομβίδ(α) + -ο- + -φόρος < φέρω

  Επίθετο επεξεργασία

βομβιδοφόρος, -ος ή =α, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία