αηδονίσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αηδονίσιος | η | αηδονίσια | το | αηδονίσιο |
γενική | του | αηδονίσιου | της | αηδονίσιας | του | αηδονίσιου |
αιτιατική | τον | αηδονίσιο | την | αηδονίσια | το | αηδονίσιο |
κλητική | αηδονίσιε | αηδονίσια | αηδονίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αηδονίσιοι | οι | αηδονίσιες | τα | αηδονίσια |
γενική | των | αηδονίσιων | των | αηδονίσιων | των | αηδονίσιων |
αιτιατική | τους | αηδονίσιους | τις | αηδονίσιες | τα | αηδονίσια |
κλητική | αηδονίσιοι | αηδονίσιες | αηδονίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ai̯.ðoˈni.sços/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αη‐δο‐νί‐σιος
Επίθετο
επεξεργασίααηδονίσιος, -α, -ο
- που έχει σχέση με αηδόνι, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
- αηδονόλαλος, γλυκύφωνος, γλυκόλαλος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αηδόνι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αηδονίσιος
|