αηδονόλαλος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αηδονόλαλος < αηδονολαλώ
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αηδονόλαλος, -η, -ο
- που έχει φωνή γλυκιά σαν του αηδονιού
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καλλίφωνος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αηδονόλαλος
|