Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αηδονολαλώ < αηδόν(ι) + -ο- + λαλώ

  Ρήμα επεξεργασία

αηδονολαλώ

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία