αηδονολαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααηδονολαλώ
- κελαηδώ σαν αηδόνι
- Αηδονολάλειε, στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει (Διονύσιος Σολωμός, Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, σχεδίασμα Γ, 8)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αηδονολαλώ | αηδονολαλούσα | θα αηδονολαλώ | να αηδονολαλώ | αηδονολαλώντας | |
β' ενικ. | αηδονολαλείς | αηδονολαλούσες | θα αηδονολαλείς | να αηδονολαλείς | (αηδονολάλει) | |
γ' ενικ. | αηδονολαλεί | αηδονολαλούσε | θα αηδονολαλεί | να αηδονολαλεί | ||
α' πληθ. | αηδονολαλούμε | αηδονολαλούσαμε | θα αηδονολαλούμε | να αηδονολαλούμε | ||
β' πληθ. | αηδονολαλείτε | αηδονολαλούσατε | θα αηδονολαλείτε | να αηδονολαλείτε | αηδονολαλείτε | |
γ' πληθ. | αηδονολαλούν(ε) | αηδονολαλούσαν(ε) | θα αηδονολαλούν(ε) | να αηδονολαλούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αηδονολάλησα | θα αηδονολαλήσω | να αηδονολαλήσω | αηδονολαλήσει | ||
β' ενικ. | αηδονολάλησες | θα αηδονολαλήσεις | να αηδονολαλήσεις | αηδονολάλησε | ||
γ' ενικ. | αηδονολάλησε | θα αηδονολαλήσει | να αηδονολαλήσει | |||
α' πληθ. | αηδονολαλήσαμε | θα αηδονολαλήσουμε | να αηδονολαλήσουμε | |||
β' πληθ. | αηδονολαλήσατε | θα αηδονολαλήσετε | να αηδονολαλήσετε | αηδονολαλήστε | ||
γ' πληθ. | αηδονολάλησαν αηδονολαλήσαν(ε) |
θα αηδονολαλήσουν(ε) | να αηδονολαλήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αηδονολαλήσει | είχα αηδονολαλήσει | θα έχω αηδονολαλήσει | να έχω αηδονολαλήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αηδονολαλήσει | είχες αηδονολαλήσει | θα έχεις αηδονολαλήσει | να έχεις αηδονολαλήσει | έχε αηδονολαλημένο | |
γ' ενικ. | έχει αηδονολαλήσει | είχε αηδονολαλήσει | θα έχει αηδονολαλήσει | να έχει αηδονολαλήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αηδονολαλήσει | είχαμε αηδονολαλήσει | θα έχουμε αηδονολαλήσει | να έχουμε αηδονολαλήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αηδονολαλήσει | είχατε αηδονολαλήσει | θα έχετε αηδονολαλήσει | να έχετε αηδονολαλήσει | έχετε αηδονολαλημένο | |
γ' πληθ. | έχουν αηδονολαλήσει | είχαν αηδονολαλήσει | θα έχουν αηδονολαλήσει | να έχουν αηδονολαλήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αηδονολαλημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αηδονολαλημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αηδονολαλημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αηδονολαλημένο |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αηδονολαλώ
|