γαδολινιούχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγαδολινιούχος, -α, -ο
- (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο γαδολινίου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γαδολινιούχος
|
γαδολινιούχος, -α, -ο
|